-
1 εντεμνω
ион. ἐντάμνω (fut. ἐντεμῶ; pf. pass. ἐντέτμημαι)1) в(ы)резывать, высекать2) перерезывать, разрезать(τὸ λίνον Luc.)
3) закалывать в жертву(σφάγιά τινι Plut.; med. ἵππον Arph.)
4) приносить жертву(ἥρωϊ Thuc.)
5) нарезать, измельчать, т.е. приготовлять(ἄκος ὕπνου Aesch.)
-
2 ἐντέμνω
A cut in, engrave upon,ἐν τοῖσι λίθοισι γράμματα Hdt.8.22
; of a map,χάλκεον πίνακα, ἐν τῷ γῆς.. περίοδος ἐνετέτμητο Id.5.49
: cut or scoop a hollow in a thing, in [voice] Pass., ἐντετμέαται Hp Art.72;ἐντετμημένου τοῦ σπληνίου Orib.46.25.4
.II cut up a victim, sacrifice, ἥρωϊ to a hero, Th.5.11, cf. Luc.Scyth.1;ἐ. σφάγιά τινι Plu.Sol.9
:—[voice] Med., εἰ.. ἵππον τόμιον ἐντεμοίμεθα should get it cut up, Ar.Lys. 192:—[voice] Pass.,ἐντέμνεται σφάγια Dion.Byz.14
.2 cut in, shred in, of herbs in a remedy, metaph., A.Ag.16.3 cut,ναῦς ἐ. κύματα Ph.1.352
, cf. Luc. Tim.22 ([voice] Pass.), Tox.37, Tox.37, Hist.Conscr.25.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐντέμνω
См. также в других словарях:
εντέμνω — (AM ἐντέμνω, Α ιων. τ. ἐντάμνω) κάνω τομή, εγκοπή σε κάτι, εγχαράζω («ἐντάμνων ἐν τοῑσι λίθοισι γράμματα», Ηρόδ.) αρχ. 1. κόβω, αποκόπτω 2. διασχίζω 3. σφάζω στον βωμό για θυσία («ἐντέμνεται σφάγια») 4. (για βότανα που χρησιμοποιούνται ως… … Dictionary of Greek